-
1 ὁπηλίκος
ὁπηλίκος, correlat. zu πηλίκος, wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. πηλίκος; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοςοῦν μέγεϑος, wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.
-
2 ὁπηλίκος
ὁπηλίκος, correlat. zu πηλίκος, wie groß; ὁπηλικοςοῦν μέγεϑος, wie groß auch immer